- αντιβάδην
- ἀντιβάδην επίρρ. (Α)με βάδισμα εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… … Dictionary of Greek